- κοτζαμπασισμός
- και κοτσαμπασισμός και κοτζιαμπασισμός, ο1. η αυταρχική και δεσποτική συμπεριφορά τών κοτζαμπάσηδων έναντι τών ομοφύλων τους χριστιανών2. μτφ. δεσποτισμός, σατραπισμός, αυταρχικότητα, αυθαιρεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτζάμπασης. Η λ., στον τ. κοτζιαμπασισμός, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.